κροκοδιλοειδής

κροκοδιλοειδής
κροκο-δῑλοειδής, ές,
A in the form of a crocodile, PMag. Leid.V.3.15 (κορκ- Pap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κροκοδιλοειδής — κροκοδιλοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει στη μορφή ή στο σχήμα με κροκόδειλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”